παρίσωσις

παρίσωσις
ἡ, Α [παρισώ]
1. (κατά το Ρητ. Λεξικό) «εἶδος σχήματος, ὅ καλεῑται καὶ ὁμοιόπτωτον καὶ ὁμοιοτέλευτον»
2. (ρητ.) το να κατασκευάζει κανείς πάρισες τις προτάσεις μιας περιόδου ή ημιπεριόδου
3. ημιπερίοδοι λόγου ίσες κατά τον αριθμό τών συλλαβών
4. συνήχηση
5. εξίσωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρίσωσις — even balancing of the clauses fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρισώσει — παρίσωσις even balancing of the clauses fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρισώσεϊ , παρίσωσις even balancing of the clauses fem dat sg (epic) παρίσωσις even balancing of the clauses fem dat sg (attic ionic) παρισόομαι aor subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρισώσεις — παρίσωσις even balancing of the clauses fem nom/voc pl (attic epic) παρίσωσις even balancing of the clauses fem nom/acc pl (attic) παρισόομαι aor subj act 2nd sg (epic) παρισόομαι fut ind act 2nd sg παρῑσώσεις , παρισόομαι futperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρισώσεσι — παρίσωσις even balancing of the clauses fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρισώσεσιν — παρίσωσις even balancing of the clauses fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρίσωσιν — παρίσωσις even balancing of the clauses fem acc sg παρίζω sit beside aor subj act 3rd pl παρίζω sit beside aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιόαρκτος — ὁμοιόαρκτος, ον (Μ) (για δύο κατά σειρά λέξεις) αυτός που αρχίζει με τα ίδια γράμματα («ἡ παρίσωσις γίνεται... κατ ἀρχὴν μὲν οἷον: προσήκει προθύμως, ὃ καὶ ὁμοιόαρκτον λέγεται», Πλαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + αρκτος (< ἄρχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • παρίσωμα — το Α [παρισώ] η παρίσωσις*, η ισότητα, η ομοιότητα και ιδίως κατά την κατάταξη τών λέξεων ή τών περιόδων τού λόγου, το ομοιοτέλευτο τών περιόδων, η ομοιοκαταληξία …   Dictionary of Greek

  • παρισώ — όω, Α [πάρισος] 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο, εξισώνω 2. παθ. α) εξισώνομαι με κάποιον, κάνω τον εαυτό μου ίσο ή όμοιο με κάποιον άλλο β) είμαι τόσο μεγάλος όσο... («οὐδὲ νηϊ παρισουμένας πορθμίδι παράσχοιτο ὁ Λάδων νήσους», Παυσ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • παρισώσεων — παρισώσεω̆ν , παρίσωσις even balancing of the clauses fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”